- πλοιοκτήτης
- ο, Ν(νομ.) το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που έχει την κυριότητα και την εκμετάλλευση ενός πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίο + -κτήτης (< κτῶμαι), πρβλ. ιδιο-κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Στ. Ξένο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλοιοκτήτης — ο θηλ. τρια ο ιδιοκτήτης πλοίου ή πλοίων, ο καραβοκύρης: Η πλοιοκτήτρια εταιρεία ανακοίνωσε όλα τα ονόματα των ναυτών που χάθηκαν στο ναυάγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιωάννου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδαμάντιος. Φιλικός, από τις Κυδωνίες. Ήταν δάσκαλος και μύησε πολλούς συμπατριώτες του στην ιδέα του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, στη στεριά και στη θάλασσα. 2. Αλέξανδρος. Καταγόταν από… … Dictionary of Greek
Αιγινήτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αρκάδων, γιος του Πόμπου. Ονομάστηκε από τον πατέρα του Α., λόγω της εύνοιας που έδειχνε στους Αιγινήτες εμπόρους που επισκέπτονταν την Αρκαδία. II (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Σικυώνιος ζωγράφος. Μνημονεύεται από τον… … Dictionary of Greek
εκναυλωτής — ο ο πλοιοκτήτης που παραχωρεί με ναύλο το πλοίο του … Dictionary of Greek
εφοπλιστής — ο 1. αυτός που ναυλώνει και εξοπλίζει πλοίο και τό χρησιμοποιεί με σκοπό το κέρδος 2. κυρίως, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης 3. αυτός που έγινε πλούσιος από ναυτικές επιχειρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφοπλίζω «παρασκευάζω, ετοιμάζω». Το ρ.… … Dictionary of Greek
ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της … Dictionary of Greek
ιδιοναύκληρος — ἰδιοναύκληρος, ὁ (Μ) ο πλοιοκτήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ναύκληρος] … Dictionary of Greek
καλαφάτης — I Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ E’ (1041 42). Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Πλοιοκτήτης και πλοίαρχος. Καταγόταν από τα Ψαρά και ήταν γιος πρόκριτου του νησιού. Πήρε… … Dictionary of Greek
καραβοκύρης — ο (Μ καραβοκύρης και καραβοκύριος) κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος, καπετάνιος νεοελλ. ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κύριος (> κύρης), πρβλ. νοικο κύρης] … Dictionary of Greek
ναυκληρώ — ναυκληρῶ, έω (Α) [ναύκληρος] 1. είμαι πλοιοκτήτης, είμαι ιδιοκτήτης πλοίου 2. υπενοικιάζω σπίτι 3. μτφ. κυβερνώ, διοικώ … Dictionary of Greek